adoption-1224033

Συναντήσεις υποκειμένων και μάσκες

Ομιλία μου σε διημερίδα της Φροϋδικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, στις 18/10/2014

Πρόσφατα παρευρέθηκα σε μια σειρά ομιλιών κάποιων συναδέλφων για την ψυχανάλυση και τη φιλοσοφία. Μια από αυτές, ομολογουμένως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αναφερόταν στην λειτουργία του ψυχαναλυτή, την οποία ο ομιλητής συσχέτιζε άμεσα με την σεξουαλική πράξη και τον έρωτα γενικότερα. Ανέφερε, μέσα από μια σειρά παραδειγμάτων, ότι συχνά δεν απευθυνόμαστε σ’ αυτόν που έχουμε απέναντί μας. Υπάρχουν όμως κάποιες περιπτώσεις που πράγματι αυτό γίνεται, οπότε έχουμε μια γνήσια, ευτυχή συνάντηση, η οποία μπορεί να παρομοιαστεί άμεσα με την ερωτική συνεύρεση. Μάλιστα, σύμφωνα με αυτόν, το ιδεώδες στην ψυχαναλυτική διαδικασία είναι να επιτευχθεί μια τέτοια γνήσια συνάντηση μεταξύ αναλυτή και αναλυόμενου. Σε ερώτησή μου με ποιόν τρόπο θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την λεγόμενη ευτυχή συνάντηση από τις υπόλοιπες, ο ομιλητής απάντησε πως το καταλαβαίνει κάποιος μόνο διαισθητικά.

Ξεκινώντας με έναυσμα αυτό, ας αναρωτηθούμε: υπάρχουν τέτοιες γνήσιες συναντήσεις; Θα απαντήσω προκαταβολικά ότι κάθε συνάντηση με τον άλλο γίνεται διαμεσολαβημένη από μάσκες, οι οποίες όμως δεν είναι εντελώς ψεύτικες, καθώς καθεμία από αυτές αποτελεί ένα κομμάτι της αλήθειας μας. Όπως είχε πει εύστοχα ο Λακάν, η αλήθεια ποτέ δεν μπορεί ποτέ να ειπωθεί όλη, υπάρχουν μόνο μισές ή μερικές αλήθειες. Όσον αφορά τον ψυχισμό, η αλήθεια και το ψεύδος αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι συγκεκριμένοι ψυχαναλυτές, οι οποίοι μιλούν για ευτυχή συνάντηση, αναπόφευκτα αναφέρονται στο θέμα της αγάπης. Ξεχωρίζουν τις ιδιαίτερες αυτές συναντήσεις με γνώμονα τα έντονα, ερωτικά κυρίως, συναισθήματα που προκαλούν. Μάλιστα, δεν αναφέρονται θεωρητικά σε κάποια συνάντηση, αλλά συγκεκριμένα σε ευτυχείς συναντήσεις αναλυτή και αναλυόμενου μέσα στην ίδια τη διαδικασία. Θα σχολιάσω περισσότερα γι’ αυτό στη συνέχεια.

Μια από τις διασημότερες ρήσεις του Λακάν είναι ότι δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση ή, σε μια εναλλακτική μετάφραση, δεν υπάρχει διάφυλη σχέση. Αυτή η φαινομενικά παράλογη φράση είχε δημιουργήσει μεγάλη αίσθηση την εποχή που διατυπώθηκε. Συμπυκνώνει όμως μια ολόκληρη σειρά παρατηρήσεων, τόσο από την ψυχανάλυση, όσο και από την καθημερινή ζωή. Παρότι μπορεί να αναλυθεί εκτενώς, θα περιοριστώ στο ότι δεν υπάρχει κάποιος σταθερός τύπος σχέσης μεταξύ των δύο φύλων. Δεν υπάρχει κάποιος «φυσιολογικός», εγγεγραμμένος στο γονιδίωμα, τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι συνάπτουν σχέσεις, κάτι που θα αντιστοιχούσε στα ένστικτα των ζώων. Όλες οι κουβέντες και οι συνταγές πάνω σ’ αυτό προέρχονται από τον Άλλο και μεταβάλλονται ανάλογα με την εποχή και το πλαίσιο. Από τις συμβουλές της γριάς στον Δάφνι, στο γνωστό έργο «Δάφνις και Χλόη», για το πώς θα κάνει έρωτα, μέχρι τα σημερινά άρθρα του Cosmopolitan και του Playboy… Η όποια σχέση που προκύπτει μεταξύ των δύο φύλων είναι κάτι που λειτουργεί διαφορετικά κάθε φορά, χάριν της αγάπης, παρότι είναι καταδικασμένη να αποτυγχάνει.

Θα ξεκινήσω την ανάλυση της όποιας συνάντησης μεταξύ δυο υποκειμένων από το Συμβολικό πεδίο, αυτό των λέξεων, των εννοιών, των κανόνων. Μιλά άραγε ποτέ κάποιος «πραγματικά» σε αυτόν που έχει απέναντί του; Η ψυχαναλυτική εμπειρία μας διδάσκει πως όχι. Κάποιος μιλά πάντα από κάποια θέση, ενώ απευθύνεται σε κάποιον, διαφορετικό κάθε φορά. «Σε ποιόν απευθύνεται και από πού αυτό μιλά», οφείλουμε να αναζητούμε πάντα μέσα στην ψυχανάλυση. Αυτές οι δύο μεταβλητές μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή μέσα στο χρόνο, ανεξάρτητα η μία από την άλλη.

Χ -> Υ
(Χ: θέση από όπου αυτό μιλά, Υ: αυτός στον οποίο απευθύνεται)

Η εξίσωση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη αν υπολογίσουμε ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο που προσπαθούν ταυτόχρονα να μιλήσουν ο ένας στον άλλο. Ας θυμηθούμε ότι ο Λακάν, στην πρώιμη φάση της διδασκαλίας του, είπε πως η επικοινωνία δεν βασίζεται στην κατανόηση, αλλά στην παρεξήγηση. Ο Φρόυντ, στο απολαυστικό έργο του «Το ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο» αναφέρει το ακόλουθο ανέκδοτο. Δυο Εβραίοι συναντούνται στο τρένο, σε κάποιον σταθμό της Γαλικίας. «Που πας»; ρωτάει ο ένας. «Στην Κρακοβία» είναι η απάντηση. «Τι ψεύτης που είσαι;» ξέσπασε ο άλλος. «Όταν λες ότι πας στην Κρακοβία, θέλεις να με κάνεις να πιστέψω ότι πας στο Λέμπεργκ. Τώρα όμως ξέρω ότι πραγματικά πας στην Κρακοβία. Γιατί λοιπόν μου λες ψέματα;» Η παράδοξη και αστεία αυτή ιστορία, όπου κάποιος κατηγορείται ότι μπλοφάρει λέγοντας την αλήθεια, είναι ενδεικτική του πόσο τελικά συνεννοούμαστε μέσα από την λεγόμενη επικοινωνία.

Αν εξετάσουμε τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα από το Φαντασιακό πεδίο, των εικόνων και της φαντασίας, η κατάσταση είναι εμφανώς μπερδεμένη. Αγάπη, μίσος, πάθος, αλληλοεξόντωση, εξιδανίκευση. Οι λέξεις, παρότι είναι απαραίτητες για να βάλουν όρια, να συμβολοποιήσουν τα συναισθήματα και να ηρεμήσουν κάπως τα πάθη, είναι ανεπαρκείς για να περιγράψουν αυτό που συμβαίνει. Εννοώ φυσικά αυτό που εκτυλίσσεται μεταξύ ενός α και ενός α’, ενός εγώ και του φαντασιακού άλλου, πρότυπο του οποίου αποτελεί η σχέση του βρέφους με τη μητέρα. Κάθε γνώση που αντλείται μέσα από τη σχέση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι παρανοϊκή. Όλοι γνωρίζουν πόσο συχνά εμφανίζεται η «παράνοια» στις ερωτικές σχέσεις και όχι μόνο.

Αυτό μας διδάσκει ότι κάθε αναλυτής οφείλει να τοποθετείται εκτός της δυαδικής, φαντασιακής σχέσης με τον αναλυόμενο. Κάθε ερμηνεία της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης, για τις οποίες τόσα πολλά έχουν γραφτεί από συγγραφείς της λεγόμενης κλασικής σχολής, απαιτεί από τον αναλυτή να τοποθετείται ακριβώς μέσα σε αυτή τη δυαδική σχέση, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει την ψυχαναλυτική διαδικασία σε επικίνδυνα μονοπάτια. Θεωρητικοί που έχουν επιρροές από τον υπαρξισμό προτείνουν, με άλλους όρους βέβαια, μια παρόμοια τοποθέτηση του αναλυτή μέσα στον έρωτα μεταβίβασης. Ο Φρόυντ είχε ανακαλύψει αυτόν τον κίνδυνο από πολύ νωρίς, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της ουδετερότητας του ψυχαναλυτή και τη λειτουργία του ως «κενός καθρέπτης». Ο αναλυτής θα πρέπει να επιδιώκει να μην παίρνει καμία απολύτως θέση, τοποθετούμενος στη θέση του συμβολικού Άλλου, του αποδέκτη του ασυνειδήτου του αναλυόμενου.

Οι μόνες παρεμβάσεις που έχουν θέση είναι όσες τοποθετούνται καθαρά στο Συμβολικό πεδίο, βασιζόμενες κατά γράμμα στο λόγο του αναλυόμενου. Ο αναλυτής μπορεί να επισημάνει τις πολλαπλές σημασίες των λεγομένων του, να προτείνει κάποιες εναλλακτικές διατυπώσεις, ίσως και πιθανές συνδέσεις. Επίσης, ένα βασικό καθήκον του είναι να κινητοποιεί με τον τρόπο του τον αναλυόμενο να συνεχίζει τη διαδικασία, παρά τα διάφορα εμπόδια που παρουσιάζονται. Να συνεχίζει να αναζητά τις συνιστώσες της επιθυμίας του και τις διαδρομές της απόλαυσής του, μη αφηνόμενος να επαναπαυτεί. Ο Σωκράτης, τον οποίο ο Λακάν χρησιμοποιεί αρκετές φορές ως υπόδειγμα για τη λειτουργία του αναλυτή, έλεγε για τον εαυτό του πως είναι όπως η μύγα που τσιμπά το μεγαλόσωμο άλογο, μην αφήνοντάς το να κοιμηθεί τον γλυκό ύπνο της συνήθειας.

Ας περάσουμε για λίγο και στο πεδίο του Πραγματικού. Ο καθένας ομιλεί μέσα από το σύμπτωμά του, αλλά και συναντά τον άλλο μέσα από το σύμπτωμά του και βιώνει τις σχέσεις του μέσα από το σύμπτωμά του. Οδυνηρές ή παράξενες καταστάσεις τείνουν να επαναλαμβάνονται και να αναπαράγονται μέσα σε όλες τις σχέσεις που συνάπτει ένα υποκείμενο. Παρά τη δυσφορία, τον πόνο ή την αποδιοργάνωση που προκαλούν και παρά τις δηλώσεις του ότι κάνει τα πάντα για να τις αποφύγει, αυτές επιστρέφουν πάντα, θυμίζοντάς μας τον πραγματικό πυρήνα κάθε συμπτώματος και την απόλαυση μέσα από αυτό. Θα φέρω εδώ ένα παράδειγμα που είχα χρησιμοποιήσει παλιότερα.

Μια ρετρό σειρά κινουμένων σχεδίων παρουσιάζει με κωμικοτραγικό τρόπο το πραγματικό ως αυτό που επιστρέφει διαρκώς και προκαλεί τρόμο. Αναφέρομαι στον Ντρούπυ [Droopy], το μικρόσωμο σκυλί με την βαριεστημένη φάτσα και τις αργές κινήσεις, που έχει όμως την τάση να ξεφυτρώνει από το πουθενά και να τρομάζει. Το πρώτο, ιστορικό πλέον, επεισόδιο ξεκινά με τη δραπέτευση του πρωταγωνιστή από τη φυλακή, στο κυνήγι του οποίου εξαπολύονται τα λαγωνικά της αστυνομίας, μεταξύ των οποίων και ο Ντρούπυ, που είναι εμφανώς το πιο αργοκίνητο και αργόστροφο. Δεν χρειάζεται όμως να κινηθεί πολύ, γιατί ο δραπέτης πέφτει διαρκώς πάνω του, όσο κι αν προσπαθεί να του ξεφύγει. Ο κακότυχος αυτός πρώην κρατούμενος τρέχει ιλιγγιωδώς στην άλλη άκρη της πόλης, κλειδώνεται μέσα σε σπίτια, παίρνει αεροπλάνα, τραίνα και βαπόρια για να ξεφύγει, πάντοτε όμως ο Ντρούπυ εμφανίζεται μπροστά του. Δοκιμάζει να δέσει τον Ντρούπυ, να τον κλείσει μέσα σε μια ντουλάπα, αυτός όμως επιστρέφει διαρκώς μπροστά του, ακόμα και στα βάθη της ζούγκλας ή στον Βόρειο Πόλο, προκαλώντας ανείπωτο τρόμο στον ανήσυχο δραπέτη.

Στο τέλος του φιλμ ο πρωταγωνιστής καταπλακώνεται από μια τεράστια πέτρα, η επίπτωση του πραγματικού τον συνθλίβει, θα λέγαμε με λακανικούς όρους. Ολόκληρο το φιλμάκι παριστάνει με γλαφυρό τρόπο τη ρήση του Λακάν «το πραγματικό είναι αυτό που επιστρέφει πάντα στην ίδια θέση», δηλαδή μπροστά στα μούτρα του δραπέτη. Σε ένα επόμενο μάλιστα επεισόδιο, ο συγκεκριμένος κακοποιός επιστρέφει μόνος του στη φυλακή όπου ήταν αρχικά κλεισμένος, έτσι ώστε να προστατευτεί από τις αγχογόνες εμφανίσεις του Ντρούπυ. Για να αποφύγει ο πρωταγωνιστής τον Ντρούπυ, που φυσικά αντιπροσωπεύει το σύμπτωμα, την επαναληπτικότητα της αποτυχημένης συνάντησης με το πραγματικό, προτιμά να κλειστεί πάλι μέσα στη φυλακή από την οποία αρχικά δραπέτευσε. Όπως ακριβώς κάνει ο ψυχαναγκαστικός, ο οποίος επιλέγει το πάγωμα της επιθυμίας, την απονέκρωση και τη φυλάκισή της, απαρνιέται την ελευθερία και ότι αυτή συνεπάγεται προκειμένου να αποφύγει την καταναγκαστική επανάληψη μιας διαρκώς αποτυχημένης συνάντησης με το πραγματικό.

Ένας άνθρωπος χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από το στυλ του, το σύμπτωμά του, τον τρόπο απόλαυσής του. Σε τελική ανάλυση, σε μια σχέση δεν είναι οι άνθρωποι που σχετίζονται, αλλά τα συμπτωματά τους. Παρατηρούμε ζευγάρια που μαλώνουν και συγκρούονται για χρόνια κι όμως δεν χωρίζουν ποτέ, ενώ από την άλλη υπάρχουν άτομα που διέκοψαν αναρίθμητους δεσμούς, ακριβώς τη στιγμή που όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Αν αυτό που επαναλαμβάνεται και επιστρέφει διαρκώς, με όλες τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στον ψυχισμό του υποκειμένου και των γύρω του, συνταιριάξει με το αντίστοιχο σύμπτωμα ενός άλλου υποκειμένου, τότε δημιουργείται ένα σύστημα απόλαυσης, που μπορεί να κάνει τη σχέση να διαρκέσει. Δεν είναι τόσο η αγάπη που κάνει την καταδικασμένη σε αποτυχία διάφυλη σχέση να λειτουργεί, τουλάχιστον η αγάπη ως κάτι ρομαντικό, αγνό, αγαθό. Είναι περισσότερο ένα συνταίριασμα των απολαύσεων, των συμπτωμάτων που επιστρέφουν και επαναλαμβάνονται, κάποιες φορές καταπλακώνοντας τα υποκείμενα, όπως η πέτρα που συνθλίβει τον πρωταγωνιστή στο καρτούν που προανέφερα.

Ας γυρίσω σελίδα, θυμούμενος τον τίτλο του σημερινού σεμιναρίου, οπότε θα μιλήσω για μάσκες. Η βρετανίδα ψυχαναλύτρια Joan Riviere χρησιμοποίησε τον όρο μασκαράτα για να περιγράψει τη σεξουαλικότητα των γυναικών και τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται με τους άλλους γενικότερα. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στους άνδρες, ίσως κάπως πιο συγκαλυμμένα. Οι παρατηρούμενες διαφορές των δυο φύλων στον τρόπο που λειτουργούν μέσα στις σχέσεις δεν είναι σε καμία περίπτωση φυσικές, αλλά προέρχονται από τον περίγυρο, τις κοινωνικές δομές, τον Άλλο. Οι άνδρες από την εμφάνιση ίσως της ανθρωπότητας στη Γη, στις περισσότερες κοινωνίες συγκεντρώνουν στα χέρια τους την εξουσία, κατέχουν το φαλλό. Στις γυναίκες λοιπόν απομένει ο ρόλος του να επιδιώκουν να τραβήξουν την προσοχή των ανδρών, να τους εντυπωσιάσουν και να κινητοποιήσουν την επιθυμία τους γι’ αυτές, κυριαρχώντας έμμεσα. Με αυτόν τον τρόπο οι γυναίκες επιτυγχάνουν να είναι ο φαλλός.

Στις δυτικές κοινωνίες, ιδίως του παρελθόντος, η μασκαράτα που περιγράφει η Joan Riviere είναι λιγότερο εμφανής στους άνδρες. Αυτό γιατί τα κοινωνικά πρότυπα ήθελαν τον άνδρα ευθύ και ξεκάθαρο, με λόγο «σπαθί», χωρίς διφορούμενα, που «ξυγιέται στα ίσα», δεν προσπαθεί να εξαπατήσει ή να μεταμφιέσει την επιθυμία του. Είναι αλήθεια πως η θέαση της ανδρικής ψυχολογίας ως απλούστερης, λόγω των προαναφερθέντων στερεοτύπων, αδικεί κατά κάποιο τρόπο τους άνδρες. Οι μάσκες είναι παρούσες κι εδώ, δεν γίνεται χωρίς αυτές θα έλεγα. Φτάνει μόνο ως άνδρες να αναρωτηθούμε: «Τι είναι αυτό που βλέπω στον άλλο και πώς βλέπομαι από αυτόν; Ποιά στοιχεία αυτής της μάσκας κινητοποιούν την επιθυμία μου; Τι κρύβει ο άλλος κάτω από τη μάσκα, τι να σκέφτεται αντίστοιχα για μένα;» Ο μόνος τρόπος συνδιαλλαγής με τον άλλο είναι διαμέσου αυτών των μασκών, ανεξαρτήτως φύλου. Θα παραμείνω στο θέμα, κάνοντας όμως μια παράκαμψη μέσω της τέχνης.

Σε ένα παλιό ροκ κομμάτι του συγκροτήματος Τρύπες, ο τραγουδιστής επαναλαμβάνει «φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις, κάτω απ’ τη μάσκα που φοράς». Συνήθως, στην καθομιλουμένη, ζητάμε από κάποιον να πετάξει τη μάσκα και να δείξει το «πραγματικό» του πρόσωπο. Ο στιχουργός όμως εδώ, διεισδυτικός ως καλλιτέχνης, πάει βαθύτερα. Μας λέει ότι δεν υπάρχει κανένα πραγματικό πρόσωπο από κάτω, αλλά μια ακόμη μάσκα. Επισημαίνει το χαρακτήρα ψεύδους που έχει η εικόνα, δείχνει μια τάση διερεύνησης της επιθυμίας του άλλου κάτω από τη μεταμφίεση, αλλά έχει μικρές προσδοκίες, κρατά μικρό καλάθι. Δεν αναμένει να βρει κάποια ιδιαίτερη αλήθεια, κάποια πραγματική ουσία, παρά μόνο κι άλλες μάσκες. Συνεχίζονται όμως οι μάσκες επ’ άπειρον; Μήπως ο ψυχισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κρεμμύδι, όπου κάτω από τα διαδοχικά στρώματα δεν κρύβεται απολύτως τίποτα;

Είναι γνωστή, νομίζω σε όλους σας, η ρωσική ξύλινη κούκλα με το όνομα ματριόσκα ή μπάμπουσκα, που δεν είναι μόνο μία, αλλά πολλές κούκλες με γυναικεία μορφή, οι οποίες μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη. Ξεκινώντας από τη μεγαλύτερη, αν την ανοίξουμε μέσα της κρύβεται μια μικρότερη, η οποία με τη σειρά της κρύβει μια ακόμα, ώσπου στο τέλος καταλήγουμε στη πιο μικρή απ’ όλες, το μπαμπουσκάκι θα λέγαμε χαριτολογόντας, το οποίο δεν είναι δυνατόν να ανοιχθεί. Κάπως έτσι εκτυλίσσεται η ψυχαναλυτική διαδικασία, ανατέμνοντας και εξετάζοντας όλα τα σημαίνοντα και τις εικόνες, όλες τις μάσκες του υποκειμένου. Φανταστείτε όμως μια μπάμπουσκα, όπου οι κούκλες δεν είναι ίδιες μεταξύ τους αλλά τελείως διαφορετικές. Αυτό που μένει στο τέλος και δεν είναι δεκτικό σε περαιτέρω ανάλυση, συνιστά τον πραγματικό πυρήνα θα λέγαμε του ψυχισμου. Μπορούμε να κάνουμε πολλές υποθέσεις για το τι συνιστά αυτόν τον πυρήνα, να μιλήσουμε για ιδιοσυγκρασία, απόλαυση εκτός νοήματος, γονιδίωμα. Δεν επιθυμώ να επεκταθώ, είναι γεγονός όμως ότι το μπαμπουσκάκι υπάρχει και πιστεύω πως κάθε κλινικός με εμπειρία στην ψυχανάλυση το έχει παρατηρήσει.

Όπως είδαμε λοιπόν, στις σχέσεις μεταξύ υποκειμένων, είτε πρόκειται για άμεσα σεξουαλικές είτε όχι, κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι μάσκες, τα επιφαινόμενα. Η μασκαράτα, αυτό το πάρτι μασκέ είναι ο μόνος τρόπος σχέσης με τους άλλους. Ενώ έχει έναν χαρακτήρα ψεύδους και εξαπάτησης, μπορεί να κινητοποιεί την επιθυμία και να προκαλεί την αγάπη, κάτι απαραίτητο, ζωτικό θα λέγαμε. Από την άλλη μεριά οι μάσκες, που έχουν τόσο συμβολική όσο και φαντασιακή διάσταση, αποτελούν τμήματα της αλήθειας των υποκειμένων, παρότι η μία μπορεί να είναι ασυμβίβαστη λογικά με την άλλη. Σε τελική ανάλυση, είναι ως ένα βαθμό τόσο η εμφάνιση όσο και η αλήθεια ταυτόχρονα. Έχουν επίπτωση στο πραγματικό, διαφοροποιούνται όμως σαφώς από αυτό, ο πυρήνας του οποίου παραμένει ανεπηρέαστος σε κάποιο βαθμό από την ψυχαναλυτική διαδικασία. Αυτός ο πυρήνας λοιπόν βρίσκεται κάτω από τις μάσκες που κρύβουμε και με τον οποίο καλούμαστε να πορευτούμε μετά το τέλος της ανάλυσης.

Share this post

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
Scroll to Top

Χρησιμοποιούμε cookies για ανάλυση πληροφοριών, εξατομικευμένο περιεχόμενο και διαφημίσεις. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε αυτήν τη χρήση. Μάθετε περισσότερα εδώ